- φαρμακοτέχνης
- οο ειδικός στη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), στην κατασκευή φαρμάκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακοτέχνης — ο, Ν αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο τέχνης] … Dictionary of Greek
φαρμακοτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοτεχνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτεχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φαρμακοτεχνίτης — ο, Ν φαρμακοτέχνης … Dictionary of Greek
φαρμοκοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), με τις τεχνικές μεθόδους της φαρμακευτικής: Φαρμακοτεχνικό εργαστήριο. 2. το αρσ. ως ουσ., φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτέχνης (βλ. λ.). 3. το θηλ. ως ουσ., φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία (βλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)